Μήνυμα Δημάρχου Ζευκλή Χρήστου για την Επέτειο της 28ης Οκτωμβρίου 1940

1671

Μήνυμα Δημάρχου Ζευκλή Χρήστου για την Επέτειο της 28ης Οκτωμβρίου 1940

Radiosiatista.gr


Οι μέρες των Εθνικών Επετείων είναι μια αφορμή για να θυμηθούμε πως οι προγονοί μας όταν ήρθαν αντιμέτωποι με προκλήσεις ανταπεξήλθαν με πράξεις ηρωικές. Αυτές τους οι πράξεις θα πρέπει να είναι ο οδηγός μας σε αντίστοιχες προκλήσεις για να βρούμε την διέξοδο από δύσκολες καταστάσεις.
Την 28η Οκτωβρίου 1940, ο Ελληνικός Λαός ζούσε σε ένα έντονο διχαστικό κλίμα, είχε πρόσφατα βιώσει την Μικρασιατική Καταστροφή και μια Παγκόσμια Οικονομική Κρίση. Γνώριζε, ότι σίγουρα θα βρισκόταν αντιμέτωπος με έναν υπέρτερο στρατιωτικά αντίπαλο την Ιταλία. Για αυτό προετοιμάστηκε κατάλληλα για να εκμεταλλευτεί όσο το δυνατόν καλύτερα τα πλεονεκτήματα του, στην μεγάλη μάχη με τις στρατιές του Ιταλού δικτάτορα Μουσολίνι. Έβαλε στην άκρη ο Έλληνας τις διαφορές του, ανταποκρίθηκε στο ρόλο που του ανατέθηκε από την ιστορία, και ο Εύζωνας μαζί με την Γυναίκα της Πίνδου με την συμπαράσταση όλων από τα μετόπισθεν, απέκρουσαν τους εισβολείς και μέσα σε τρείς μήνες κατάφεραν να καταλάβουν σχεδόν όλη τη Βόρεια Ήπειρο.

Οι Βοϊάτες στρατιώτες ήταν από τους πρώτους που τουφέκισαν τους Ιταλούς και από τους πρώτους που παρέλασαν μέσα στην Κορυτσά. Οι γυναίκες των χωριών του Βοίου ήταν από τις πρώτες που αγνόησαν τις καιρικές συνθήκες, ζώστηκαν τα εφόδια για να συνδράμουν στον αγώνα του Ελληνικού Στρατού. Στα ιστορικά αρχεία καταγράφεται ο ηρωισμός των στρατιωτών μας και ο φόρος αίματος που πλήρωσε το τόπος μας για την κατάληψη των ορεινών όγκων του Μοράβα – Ιβάν (ύψωμα 1878) όπου αφήσαν την τελευταία τους πνοή παλληκάρια από κάθε γωνιά του Βοίου. Το θετικό αποτέλεσμα ήρθε με την ομοψυχία και την σωστή προετοιμασία.

Αυτό είναι το μήνυμα της 28ης Οκτωβρίου 1940. Την 28η Οκτωβρίου 2020, η Ελλάδα βρίσκεται απέναντι σε δύο εχθρούς. Ο ένας είναι ο γνωστός εδώ και 1.000 χρόνια από την περιοχή της Ανατολής. Ο δεύτερος εχθρός είναι διαφορετικός, είναι αόρατος, είναι μια πανδημία που μας αναγκάζει να γιορτάσουμε την σημερινή γιορτή διαφορετικά, να δούμε το νόημα της ημέρας πιο καθαρά. Το Βόιο ζει πιο έντονα ακόμα την έντονη οικονομική κρίση που σκεπάζει την πατρίδα μας εδώ και δέκα χρόνια και η μετανάστευση το απογυμνώνει από τα παιδιά του. Ως Έλληνες με την σωστή προετοιμασία, με ομοψυχία και έχοντας εμπιστοσύνη στις Ένοπλες Δυνάμεις μας, στους επιστήμονες μας θα περάσουμε και αυτές τις μπόρες. Ως Βοϊάτες θα πρέπει να δούμε έγκαιρα κάθε ευκαιρία που μας παρουσιάζεται, για να την πιάσουμε από τα μαλλιά, με σχεδιασμό να την αξιοποιήσουμε σωστά, προκειμένου να ξυπνήσει στα παιδιά μας η αισιοδοξία και να θελήσουν να εξαντλήσουν κάθε προοπτική να επιστρέψουν και να ριζώσουν στον τόπο τους ,το ηρωικό Βόιο.

Η συμβολή της επαρχίας Βοϊου και των γειτονικών περιοχών στο έπος του ’40

ΤΟ Έπος του ’40-41, μια από τις λαμπρότερες σελίδες της νεότερης ιστορίας μας. ήταν, όπως όλοι οι αγώνες του Έθνους μας, αγώνας όλων ανεξαιρέτως των Ελλήνων: βουνίσιων και καμπίσων, στεριανών και νησιωτών, ανδρών και γυναικών. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο γιορτάζεται πανελλήνια και οι απανταχού της Γης Έλληνες δικαιούνται να είναι ιδιαίτερα υπερήφανοι για την ανεπανάληπτη αυτή εποποιΐα της γενιάς του ’40-41.Μια εποποιΐα που προκάλεσε το θαυμασμό όλου του ελεύθερου κόσμου και καταράκωσε τη φασιστική Ιταλία και τους συνοδοιπόρους της. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ένας μικρός λαός, με χίλιες δυο ελλείψεις, θα “τα ‘βαζε” με μια πανίσχυρη χώρα και, το σπουδαιότερο, ότι τελικά θα κατόρθωνε να συντρίψει και να τρέψει σε άτακτη φυγή τον πάνοπλο στρατό της.
  Στον πανελλήνιο αυτόν πόλεμο έπραξαν όλοι το καθήκον τους με αυταπάρνηση και αυτοθυσία και επομένως, κανένας δε δικαιούται να διεκδικεί περισσότερες δάφνες δόξας και τιμής. Πανελλήνιος ο Αγώνας, πανελλήνια και η Νίκη. Γι’ αυτό πανελλήνιο και το χρέος της μνήμης για όσους πολέμησαν στα κακοτράχαλα βουνά της Β. Ηπείρου και προπάντων για όσους άφησαν την τελευταία τους πνοή « γης πέρι και παίδων, κουριδίης τ’ αλόχου μαχόμενοι ».
 Μολαταύτα, η Ιστορία που καταγράφει τα γεγονότα με ακρίβεια και αντικειμενικότητα οφείλει να
αποδίδει « τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» .
   Γιατί η Ιστορία όπως αποφεύγει τις υπερβολές, πρέπει να αποφεύγει και τις γενικεύσεις και απλουστεύσεις,
που εξομοιώνουν τους πάντες και δε δημιουργούν πρότυπα προς μίμηση και παραδειγματισμό.

Αν, λοιπόν, σκύψουμε με αυτό το πνεύμα στα γεγονότα του ’40-41, θα αναγνωρίσουμε, όποιοι κι αν είμαστε
 και απ’ όπου κι αν καταγόμαστε, ότι οι επίστρατοι δύο περιοχών της πατρίδας μας, της Δυτικής Μακεδονίας από τη μια μεριά της Πίνδου και της Ηπείρου από την άλλη, προσέφεραν κατά τις πρώτες κρίσιμες μέρες του πολέμου ιδιαίτερα πολύτιμες υπηρεσίες, καθοριστικές για την εξέλιξη και την πορεία του αγώνα. Και αυτό, για τον απλούστατο λόγο ότι λόγω γειτνιάσεως με την Αλβανία, που από το 1939 την κατείχαν οι Ιταλοί, οι Δυτικομακεδόνες και οι Ηπειρώτες βρέθηκαν πρώτοι στις πρώτες γραμμές και σχεδόν μόνοι σήκωνσαν στους ώμους τους το δυσβάστακτο βάρος των πρώτων ημερών του πολέμου.

Και αυτή η πρωτιά δεν αφορά μονάχα τους επιστρατους, πού το βράδυ της 28ης Οκτωβρίου βρίσκονταν κιόλας στις πρώτες γραμμές μαζί με πολλούς συμπατριώτες τους (Δυτικομακεδόνες και Ηπειρώτες αντίστοιχα), που είχαν επιστρατευθεί από τον Αύγουστο του 1940! Αφορά και τιμά – μαζί με τους επιστράτους – τους αυτοκι-νητιστές και τους κατόχους φορτηγών υποζυγίων (μουλαριών και αλόγων), που την ίδια μέρα άρχισαν τις μεταφορές πολεμοφοδίων.
 Αφορά και τιμά, ακόμη, τα γυναικόπαιδα και τους μεγαλύτερους στην ηλικία άνδρες που δεν είχαν επιστρατευθεί. Γιατί όλοι αυτοί – προπάντων οι γυναίκες – συνοδεύοντας τα φορτηγά τους ζώα ή κουβαλώντας στις πλάτες τους τρόφιμα και πυρομαχικά, συνέβαλαν αποφασιστικά στον ανεφοδιασμό των φαντάρων μας που μάχονταν στις πρώτες γραμμές. Και οι γυναίκες αυτές δεν ήταν μόνο Ηπειρώτισσες, όπως ανακριβώς και κακώς λέγεται και γράφεται
από πολλούς ήταν Δυτικομακεδόνισσες – κυρίως Βοϊώτισσες από τη μια, Ηπειρώτισσες από την άλλη.
  Πέρα από όλα αυτά, ένα ακόμη στοιχείο που υπογραμμίζει και αναδεικνύει την ιδιαίτερη συμβολή των
Δυτικομακεδόνων στο Έπος του ’40-41 είναι το γεγονός ότι όλοι οι δρόμοι που οδηγούσαν στο Μέτωπο
περνούσαν από τη Δυτική Μακεδονία: ο δρόμος Γρεβενών-Δοτσικού, ο δρόμος Τσοτυλίου-Βουχωρίνας-Πενταλόφου-Επταχωρίου, ο δρόμος Καστοριάς-Νεστορίου και, τέλος, ο δρόμος Φλώρινας-Κρυσταλοπηγής.

Προπάντων μάλιστα οι δρόμοι Τσοτυλίου Βουχωρίνας και Φλώρινας-Κρυσταλλοπηγής, γιατί οι άλλοι ήταν χωματόδρομοι και, επομένως, « άβατοι εις τροχόν», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο τότε Αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος.
  Εκείνο όμως που περισσότερο απ’ όλα αναδεικνύει, « βεβαιώνει» και καταξιώνει την ιδιαίτερη
συμβολή των Δυτικομακεδόνων στο Έπος του ’40-41 είναι η απελευθέρωση της Κορυτσάς στις 22 Νοεμβρίου (1940) – κατόρθωμα του θρυλικού 53 Συντάγματος Πεζικού, που συγκροτήθηκε στη Νεάπολη Boΐου (γι’ αυτό είναι γνωστό ως Σύνταγμα Νεαπόλεως ή Boΐoυ και που αποτελούνταν από Βοϊώτες και λίγους Γρεβενιώτες.
 Αξίζει μάλιστα να υπογραμμίσουμε ιδιαίτερα ότι πρώτη και ομολογουμένως λαμπρή αυτή επιτυχία του Ελληνικού Στρατού σημειώθηκε, όταν πολλές μονάδες από τη νότια Ελλάδα και τα νησιά μας βρίσκονταν ακόμη εν πορεία ή εν πλω. Και, βέβαια, να υπογραμμίσουμε μιαν ακόμη φορά ότι η Κορυτσά ήταν η πρώτη πόλη σε όλη την Ευρώπη που ελευθερώθηκε από τα στρατεύματα Κατοχής!
 Να, λοιπόν, γιατί οι Βοϊώτες, οι Δυτικομακεδόνες
γενικότερα δικαιούνται να είναι ιδιαίτερα υπερήφανοι
για τι συμβολή τους στο Έπος του ’40-41. Πολλοί ήταν αυτοί που δεν είχαν στρατευτεί, μικροί και μεγάλοι, άνδρες και γυναίκες, που μετέφεραν με τα ζώα τους εφόδια, προς τον Πεντάλοφο και το Επταχώρι, και από εκεί στις πρώτες γραμμές του Μετώπου. Χαρακτηριστική είναι η διασωθείσα φωτογραφία της Νεαπολίτισσας Θεοδώρας Χαμαμτζή ,ενώ ετοιμάζεται να μεταφέρει εφόδια στο Μέτωπο.

Ο ΣΤΑΘΜΟΣ ΑΝΕΦΟΔΙΑΣΜΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΒΟΥΧΩΡΙΝΑΣ

    Εδώ σε αυτό τον ιερό και ιστορικό  χώρο του Αγίου Γεωργίου της Βουχωρίνας, για τους χαλεπούς για την πατρίδα καιρούς,σε όλη την διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-41, και προπάντων κατά του πρώτους κρίσιμους μήνες, λειτούργησε εδώ, Σταθμός Ανεφοδιασμού του Μετώπου, ή καλύτερα των μαχώμενων στις πρώτες γραμμές του Μετώπου μονάδων του στρατού μας με έναν λόχο στρατού υπό τον υπολοχαγό Παπαδογιώργο, με πολύτιμο βοηθό του, απο την Κορυφή του Βοΐου, δεκανέα Μιχαήλ Τσόγκα. Αρχικά ο Σταθμός Ανεφοδιασμού λειτούργησε στην γέφυρα της Μόρφης Βοΐου, για λίγες μέρες και στην συνέχεια επειδή ,κρίθηκε ότι  η περιοχή του Αγίου Γεωργίου,ήταν πιο ασφαλής λόγο της ύπαρξης των δέντρο, μεταφέρθηκε με απόφαση του υπολοχαγού Παπαδογιώργου στον Άγιο Γεώργιο της Βουχωρίνας. Ο Σταθμός ανεφοδιασμού στην περιοχή του Βοΐου άρχισε να λειτουργή από την πρώτη μέρα του πολέμου,για την ακρίβεια οι μεταφορές άρχισαν από το πρωί της 29 Οκτωβρίου, μέχρι και το τέλος του πολέμου. Γυναίκες από όλη την περιοχή Βοήθησαν, με αυτοθυσία στο έργο του ανεφοδιασμού του Μετώπου, είτε  οδηγώντας τα ζώα τους, είτε της περισσότερες φορές κουβαλώντας στην πλάτη τους τα εφόδια, μέσα από,της κακοτράχαλες κορυφές του Βοΐου και της Πίνδου.

Οι γυναίκες της Πίνδου και η ομώνυμη μάχη.

    Η μάχη της Πίνδου έλαβε χώρα στις 5 τι πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 μεταξύ των Ελληνικών και Ιταλικών στρατευμάτων. Η Ελληνική μεραρχία με διοικητή τον αντισυνταγματάρχη Κ. Δαβάκη συγκρούστηκε με την Ιταλική μεραρχία «Τζούλια», που είχε διοικητή τον στρατηγό Μάριο Τζιρότι. Έδρα του ελληνικού σώματος ήταν το Επταχώρι  Καστοριάς.
    Οι Ιταλοί κατάφεραν να φτάσουν μέχρι το χωριό Βοβούσα, αλλά γρήγορα ανατράπηκαν από τις ελληνικές δυνάμεις και καταδιώχτηκαν. Ένα μεγάλο κομμάτι συμμετοχής στην απελευθέρωση της Πίνδου αποδίδεται στις γυναίκες, τις άγνωστες στο ευρύ κοινό, που με θάρρος και γενναιοψυχία έδειξαν αληθινό ηρωισμό στις κρίσιμες ώρες του αγώνα. Η επιτακτική ανάγκη κάλυψης του ελληνικού στρατού με πολεμοφόδια και τρόφιμα υπερκεράστηκε από τον «άμαχο» αυτό πληθυσμό. Ωστόσο κάθε άλλο παρά άμαχος πρέπει να καλείται, αφού οι γυναίκες πολέμησαν με κίνδυνο της ζωής τους σε διαφορετικό επίπεδο για την απελευθέρωση της πατρίδας τους.
Εγκατέλειψαν τα παιδιά τους στο δάσος με τους ηλικιωμένους και όλες μαζί φορτωμένες με πυρομαχικά πήγαιναν στο μέτωπο του πολέμου για να βοηθήσουν τους στρατιώτες. Τα έδεναν «ζαλίκα» στις πλάτες τους, μέσα σε άσχημες καιρικές συνθήκες και με τις σφαίρες να σφυρίζουν δίπλα τους, συνέχιζαν το δρόμο τους. Το κουράγιο ούτε μία φορά δεν τις εγκατέλειψε, αλλά με αστεία και πειράγματα προσπαθούσαν να ξεχνούν τον κίνδυνο και να ολοκληρώσουν την αποστολή τους. Ο κίνδυνος παραμόνευε πάνω στις πλάτες τους, καθώς μία απότομη και αδέξια κίνηση θα τις έκανε πυροτέχνημα από τα πυρομαχικά που κουβαλούσαν.

Πολλές φορές άφηναν νηστικά τα ίδια τους τα παιδιά για να μεταφέρουν τα λιγοστά τρόφιμα που διέθεταν στους αγωνιστές, τους οποίους πλέον ένιωθαν σαν δικά τους παιδιά. Το βάρος του φορτίου τους, αν και τεράστιο, δεν το καταλάβαιναν, αφού έπαιρναν δυνάμεις από την κρισιμότητα της αποστολής τους.
Οι αποστάσεις ήταν μεγάλες και έφταναν σε σημείο να περπατούν δέκα και δώδεκα ώρες μέσα σε αντίξοες συνθήκες. Ούτε μία στιγμή δε δείλιασαν, ούτε μία στιγμή δεν παραπονέθηκαν, ούτε μία στιγμή δεν πέρασε από το μυαλό τους να εγκαταλείψουν την προσπάθεια. Μετέφεραν ακόμη τους τραυματισμένους και τους περιποιούνταν μέχρι να γίνουν καλά και να μπορέσουν να συνεχίσουν τον αγώνα.
Η τιμή που ανήκει σʼ αυτές τις γυναίκες είναι πολύ μεγάλη, γιατί χάρη σʼ αυτές κατάφεραν οι Έλληνες να προβάλουν συνεχή και έντονη αντίσταση στην ιταλική επίθεση. Το κέρδος τους δυστυχώς ήταν να ξεσπάσουν πάνω τους την εκδίκησή τους οι Ιταλοί. Αυτό που δεν πρέπει ποτέ να γίνει στο μέλλον, είναι να αγνοηθεί η αξία της συνεισφοράς τους από τους νεότερους Έλληνες.