Του δασκάλου Ηλία Γάγαλη
Η μελέτη νέων στοιχείων από βιβλία πολύ κοντά στα γεγονότα του 1912 φωτίζουν περισσότερο τις ήδη γνωστές πληροφορίες που έχουμε στη διάθεσή μας για τον Α΄ Βαλκανοτουρκικό πόλεμο και τα γεγονότα που τον συνθέτουν.
Στην ελληνική ιστοριογραφία έχει υπερτονιστεί η μάχη του Σαρανταπόρου στις 10 και 11 Οκτωβρίου 1912, που στην ουσία άνοιξε το δρόμο για την απελευθέρωση της Δυτικής Μακεδονίας. Όμως η μάχη της Σιάτιστας κατά τη γνώμη μου είναι αυτή που εδραίωσε την ελληνική κυριαρχία στην περιοχή μετά τη νικηφόρα έκβασή της το 1912.
Η κατάληψη των Γρεβενών από το Μπεκήρ την 3η Νοεμβρίου 1912
Σιάτιστα να μη τουρκέψει και πάλι.
Στη Σιάτιστα βρίσκονταν χιλιάδες γυναικόπαιδα από τα Γρεβενά και την Ανασέλιτσα (Βόιο) μια ακόμη παράμετρος την οποία είχε να συνυπολογίσει για την άμυνα της πόλης ο συνταγματάρχης Αντώνιος Ηπίτης. Ο ίδιος ,που έφθασε στη Σιάτιστα τη στιγμή που ξεκινούσε η μεγάλη αυτή μάχη ,είχε τη μεγάλη δυσκολία να συνθέσει τις ήδη υπάρχουσες ισχυρές ελληνικές δυνάμεις που αποτελούνταν από: 450 Κρήτες υπό τους οπλαρχηγούς: Γ. Παπαδοπέτρου, Π. Φωτάκη, Μ.Τσόντο, Κ. Καλαθάκη και άλλους έξι, ντόπιους Σιατιστινούς, Γαλατινιώτες Ερατυρείς και λοιπούς Βοϊάτες, εύζοντες και λιγοστούς Γαριβαλδινούς (18 άτομα) υπό τον Αλέξανδρο Ρώμα που είχαν σπεύσει να συμβάλλουν ώστε η Σιάτιστα να μη τουρκέψει και πάλι.
Με την ανεξάρτητη ταξιαρχία του έσπευσε και αναχαίτισε την προέλαση των Τούρκων, καταλαμβάνοντας οχυρές θέσεις αλλά και οργανώνοντας την άμυνα της πόλης.
Στα δεξιά φρόντισε να τοποθετήσει το τάγμα Παπαδάκη και στο κέντρο και στα αριστερά το Τάγμα Μπέλλου, τα πολυβόλα, αντάρτες Κρήτες και πεζοναύτες και γύρω 10 Γαριβαλδινούς.
Επακολούθησε τότε σφοδρή μάχη στην οποία συμμετείχαν και τα κρητικά εθελοντικά σώματα και οι λιγοστοί Γαριβαλδινοί. Οι Τούρκοι αφού έκαναν επανειλημμένες εφόδους, υποχώρησαν άτακτα, αφήνοντας επιτόπου 350 νεκρούς. Το εύστοχο πυρ των δικών μας από θέσεις που ήταν ψηλότερα απ΄ αυτούς τους αποδεκάτισε κυριολεκτικά. Η πυροβολαρχία με τα τρία πεδινά κανόνια του Ν. Κλαδά έπαιξε σημαντικό ρόλο ως προς αυτό.
Οι τουρκικές ορδές, οι οποίες αποπειράθηκαν να προσβάλλουν τη Σιάτιστα, ήταν βέβαιο ότι είχαν οργανωθεί από το Μπεκήρ.
Οι οπαδοί του Μπεκήρ αγά ως επί το πλείστον ήταν Βαλαάδες, εξισλαμισμένοι χριστιανοί ελληνικής καταγωγής, χωρικοί από τις περιφέρειες των Γρεβενών και της Ανασέλιτσας (Βοϊου).Μιλούσαν μόνο ελληνικά γεγονός που έκανε ακόμη πιο δύσκολη τη μάχη ,γιατί τα αντίπαλα [ii]στρατόπεδα μιλούσαν σε μεγάλο βαθμό και τα δυο ελληνικά και καταλάβαιναν τι έλεγαν εκατέρωθεν.
Αυτοί επιστρέφοντας στα χωριά τους (19 στα Γρεβενά και 25 στο Βόϊο) μετά τις διαρπαγές ασχολούνταν με τις γεωργικές τους εργασίες ,κρύβοντας τα όπλα τους για να τα ξαναπάρουν στην πρώτη ευκαιρία.
Κατά τη διάρκεια της μάχης έβρεξε σφοδρή βροχή για μικρό χρονικό διάστημα και στη συνέχεια επικράτησε πυκνή ομίχλη η οποία ευνόησε τους επιτιθέμενους να πλησιάσουν πολύ κοντά.
Το απόγευμα της 4ης Νοεμβρίου 1912 κατέφθασε καθυστερημένα το υπόλοιπο σώμα των Γαριβαλδινών αλλά λόγω της προχωρημένης ώρας δεν πήρε μέρος στη μάχη.
Οι δικοί μας είχαν συλλάβει από τις 17 Οκτωβρίου 1912 στο Τσούρχλι, τη μητέρα του Μπεκήρ τη Χάμκω, η οποία δεν κακοποιήθηκε καθόλου, χάρη στις συστάσεις του Δημάρχου Γρεβενών Κουσίδη.
Ο γνωστός όμως προδότης Δημήτριος Τσουκαμάς από τους ρουμανίζοντες, που έφερε το βαθμό του μουλιαζίμη (ανθυπολοχαγού) πολέμησε κατά του στρατού μας. Ο Τσουκαμάς ήταν περιβόητος, αυτός είχε φιλοξενήσει στην Κρανιά τους ληστές Σκουμπραίους.
Επίσης είχαν πάρει με το μέρος τους οι Τούρκοι και πολλούς άλλους ρουμανίζοντες (Βλάχους φίλους των Ρουμάνων).
Ενώ αυτοί ήταν βέβαιο σχεδόν ότι συμμετείχαν στο σώμα του Μπεκήρ, οι οικογένειές τους φιλοξενούνταν στη Θεσσαλία.
Μεταξύ των Τούρκων ήταν και ο επιθεωρητής των ρουμανικών σχολείων Νούσιας Τούλιας, ο οποίος σκότωσε στο Βουκουρέστι τον Λαζαρέσκου Λέκαντα το 1904.Του προαναφερθέντα ο πατέρας του Στέργιος Τούλιος είχε καταφύγει κι αυτός στη Θεσσαλία.
Ιδιαίτερα για τη δράση των ανταρτικών εθελοντικών σωμάτων Κρητών έχουμε να παραθέσουμε εδώ και τις ακόλουθες λεπτομέρειες:
Οι Τούρκοι αποθρασυντέντες και μη γνωρίζοντας ότι βρίσκεται τόση δύναμη στρατιωτική στη Σιάτιστα συγκέντρωσαν όλες τις δυνάμεις τους και επιτέθηκαν κατά της Σιάτιστας στις 4 Νοεμβρίου 1912.
Αμέσως όμως καταλήφθηκαν από τους Έλληνες σύμφωνα με τις διαταγές του συνταγματάρχη Ηπίτη τα γύρω επίκαιρα σημεία και αφού τοποθετήθηκαν σε κατάλληλο μέρος τα τηλεβόλα μας ,άρχισε η λυσσώδης μάχη σε όλα τα σημεία μέχρι το απόγευμα.
Τα εθελοντικά σώματα Κρητών δίπλα στο πλευρό του στρατού μας έδειξαν ηρωισμό απαράμιλλο, ιδιαίτερα από το μέρος δεξιά της Σιάτιστας το σώμα του Γύπαρη επιτέθηκε τόσο ορμητικά. ώστε διέσπασε τη ζώνη των Τούρκων και έφτασε στην κάτω κοιλάδα, εδώ ενώθηκε με τα υπόλοιπα σώματα τα οποία από το αριστερό μέρος είχαν διασπάσει την άλλη ζώνη ,καταδίωξαν τους Τούρκους σε μακρινή απόσταση μέχρι το οθωμανικό χωριό Βρογγίστα (Καλονέρι Βοϊου)το οποίο αντιστάθηκε και πυρπολήθηκε.
Η νίκη υπήρξε περιφανής για τα ελληνικά όπλα. Οι Τούρκοι αφού αποκρούστηκαν τράπηκαν σε αισχρή φυγή αφήνοντας στο πεδίο της μάχης γύρω στους 350 νεκρούς. Από τους δικούς μας σκοτώθηκαν από το στρατό 32 (ένας ανθυπολοχαγός και ένας ανθυπίατρος, από δε τα εθελοντικά σώματα Κρητών 35:από τους οποίους ο αρχηγός Καπιτσίνης υπολοχαγός, Στέλιος Παπαδόπετρος, ο δάσκαλος Φιωτάκης από το Σέλινο Κρήτης, ο ανδρείος αρχηγός Λεωνίδας Παπαμαλέκος, ο Λεωνίδας Παπαδάκης και ο δημοσιογράφος Γ. Χατζηγιαννάκογλου, τραυματίστηκαν 60 από τους οποίους 30 βαριά.
Την επομένη (5η Νοεμβρίου) αφού περισυνέλλεξαν τους νεκρούς τους έθαψαν, τη μεθεπόμενη (6η Νοεμβρίου) βάδισαν προς τη Λιαψίστα (Νεάπολη Βοϊου),όπου οι Τούρκοι είχαν επανέλθει, αλλά τη βρήκαν άδεια, γιατί αφού πληροφορήθηκαν την εγκατέλειψαν.
Έτσι και το διαμέρισμα αυτό της Μακεδονίας από τα Γρεβενά μέχρι την Καστοριά έμενε ελεύθερο και συμπληρώνονταν μ’ αυτό τον τρόπο η κατάληψη όλης της νοτιοδυτικής Μακεδονίας από τα ελληνικά στρατεύματα.