Περιδιαβαίνοντας την πόλη κάθε γειτονιά κρύβει μια ιστορία, η οποία αντιστέκεται σε πείσμα του χρόνου. Μια από τις πολλές είναι και αυτή του παντοπωλείου των αδερφών Ευθύμιου και Θεόδωρου Αντωνόπουλου ή αλλιώς του «ψηλού» και του «κοντού» στην οδό Αγίου Δημητρίου και αριθμό 122- 124 στη Θεσσαλονίκη. Η ομοιότητα τους τέτοια όπου η χρήση επιθετικού προσδιορισμού ήταν αναγκαία. Το ημερολόγιο έδειχνε 1955 όταν τα δύο αδέρφια ήρθαν στην πόλη από το μακρινό, για τα δεδομένα της εποχής, Βόιο Κοζάνης. Η μετανάστευση αποτελεί κομμάτι του DNA τους για τους Βοϊώτες, όπου η λιγοστή παραγωγή και κτηνοτροφία της περιοχής αποτελούσαν τις μοναδικές συνιστώσες επιβίωσης.
Φρούτα, λαχανικά, τυροκομικά, αλλαντικά και πολλά άλλα καλούδια από κάθε γωνία της χώρας φορτώνουν ακόμα περισσότερο τα υπερφορτωμένα ράφια και τους πάγκους του παντοπωλείου. «Πως βαστούν;» η κοινότυπη παρατήρηση των διερχόμενων. Για τους «τακτικούς» το θέαμα είναι πλέον γνωστό. Τα υπερφορτωμένα αυτά ράφια λίγο έλειψε να τους κοστίσουν την ζωή όταν έμειναν «γυμνά».
Eυθύμιος Αντωνόπουλος (ή ψηλός) (αριστερά) και Θεόδωρος Αντωνόπουλος (ή κοντός) (δεξιά)
Από τον μεγάλο σεισμό του ’78. Στον κρυφό πάγκο υπάρχει πάντα ένας μεζές και ένα τσίπουρο για τις απαιτητικές ώρες της ημέρας, η οποία ξεκινούσε ήδη από την προηγούμενη νύχτα. Το θρυλικό λευκό Volkswagen ξεκινούσε αξημέρωτα για την κεντρική λαχαναγορά, ένα «τακτοποιημένο» ξενυχτάδικο εκείνα τα χρόνια. Φωνές, προσταγές και νευρώδεις κινήσεις συνθέτουν το αλισβερίσι. O «ψηλός» και ο «κοντός» με ένα ποδήλατο a la Thomas Hardy έφερναν τις παραγγελίες σε κάθε γωνιά του ιστορικού κέντρου (sustainable before it was cool). Αεικίνητοι! H γαλάζια τους μπακαλοποδιά τους συνόδευε παντού και πάντα. Το μεγαλύτερο atú είναι η φέτα, την οποία αναφέρουν με περίσσεια νοσταλγία οι «τακτικοί» μέχρι και σήμερα.
Η παραγγελία έτοιμη να αναχωρήσει με το ποδήλατο!
Το θρυλικό Volkswagen έτοιμο να αναχωρήσει για την κεντρική λαχαναγορά.
Συζητήσεις, γέλια, μουρμουρητά καθώς και μικροκαβγάδες δοσμένοι με μπόλικο χιούμορ κοσμούν την καθημερινότητα. Το μεσημεριανό διάλειμμα καθιερωμένο. Οι σύζυγοι των κυρίων με την πλούσια κόμη (!) ήταν κάθε μεσημέρι εκεί, στο άτυπο ραντεβού, με ένα πιάτο ζεστό φαΐ. Τόσο απλό και τόσο ωραίο τώρα που το ξανασκέφτομαι. Ο καιρός περνούσε και η αναπροσαρμογή του παντοπωλείου στα νέα δεδομένα εμφανής. Το παραδοσιακό τεφτέρι με τη γιγάντια λίστα από βερεσέδια, που αντικατόπτριζαν μία διαφορετική Ελλάδα, είχε πλέον αντικατασταθεί από την επιβλητική ταμιακή μηχανή. Η παραδοσιακή ζυγαριά με τα αντίβαρα, η οποία έθρεψε γενιές Θεσσαλονικέων του κέντρου, αντικαταστάθηκε από τη νέα ηλεκτρονική. Το ποδήλατο δεν υπήρχε πια μετά την «απότομη στροφή» της Θεσσαλονίκης στα μηχανοκίνητα μέσα κατά τη δεκαετία του ’80-’90. Η οδός Αγίου Δημητρίου είχε πλέον ασφαλτοστρωθεί!
Το ημερολόγιο δείχνει 2000. Η συσσωρευμένη κόπωση των αδερφών οδήγησε στο κλείσιμο του παντοπωλείου μετά από 45 συναπτά χρόνια λειτουργίας. Φυσικά, οι λαϊκές αγορές καθώς και η εμφάνιση των πρώτων υπέρ μάρκετς (όπως συνήθιζαν να λένε) στην ευρύτερη περιοχή δημιούργησε ισχυρούς ανταγωνιστές κατά τα τελευταία χρόνια λειτουργίας του.
Το παντοπωλείο
Περνώντας από εκεί σήμερα, μυρωδιές φρέσκων λαχανικών, μπαχαρικών και καρυκευμάτων ξεπηδούν ανάμεσα από τα εξίσου μυρωδάτα φυτά του ανθοπωλείου, που στεγάζεται στο σημείο, θυμίζοντας κάτι από εκείνες τις μέρες στους γνώστες της περιοχής. Φιγούρες ωραίων και απλών ανθρώπων που δεν βρίσκονται πλέον μαζί μας καθώς και εικόνες μιας εποχής που έχει πια περάσει…ανεπιστρεπτί.
Λέξεις: Αναστάσιος Σκουφάς
* Ο Αναστάσιος Σκουφάς είναι εγγονός του «ψηλού»
Πηγή: parallaximag.gr