«Γαϊτανάκι»: Η ιστορία του παραδοσιακού αποκριάτικου εθίμου

697

Οι παραδοσιακές στολές (φουστανέλα και άλλες) και οι δημοτικοί χοροί είναι σήμα κατατεθέν για το αυθεντικό «Γαϊτανάκι», που αποτελεί κατεξοχήν αποκριάτικο έθιμο και χορό και συνδέθηκε με τη γνήσια, λαϊκή, παραδοσιακή αποκριάτικη διασκέδαση.

Το γαϊτανάκι, το οποίο έκανε αισθητή την παρουσία του στις εκδηλώσεις των αστικών κέντρων, υποστηρίζεται ότι πέρασε στην Ελλάδα από πρόσφυγες του Πόντου και της Μικράς Ασίας και έδεσε απόλυτα με τα άλλα τοπικά έθιμα. Ωστόσο διάφοροι μελετητές διατυπώνουν αρκετές και διαφορετικές απόψεις για τις ρίζες και την καταγωγή του.

Στην αυθεντική αρχική του μορφή δεκατρία άτομα χρειάζονται για να στήσουν το χορό. Ο ένας κρατά ένα μεγάλο στύλο στο κέντρο, από την κορυφή του οποίου ξεκινούν 12 μακριές κορδέλες, καθεμιά με διαφορετικό χρώμα. Οι κορδέλες αυτές λέγονται γαϊτάνια και δίνουν το όνομά τους στο έθιμο. Γύρω από το στύλο, 12 χορευτές κρατούν από ένα γαϊτάνι και χορεύουν μαζί, σε 6 ζευγάρια, τραγουδώντας το παραδοσιακό τραγούδι. Καθώς κινούνται γύρω από τον στύλο, κάθε χορευτής εναλλάσσεται με το ταίρι του κι έτσι όπως γυρνούν πλέκουν τις κορδέλες γύρω από το στύλο δημιουργώντας χρωματιστούς συνδυασμούς. Ο αριθμός των δώδεκα χορευτών λέγεται ότι δηλώνει τους μήνες του χρόνου που εναλλάσσονται ή τις Ώρες, τις μυθικές θεότητες του χρόνου. Σε πολλές κοινωνίες, κυρίως αγροτικές, το γαϊτανάκι συμβολίζει την ομόνοια και τη συναδελφικότητα. Ο κυκλικός χορός συμβολίζει τον κύκλο της ζωής, από τη ζωή στον θάνατο, από τη λύπη στη χαρά, από τον χειμώνα στην άνοιξη και το αντίθετο.

Ο αείμνηστος διακεκριμένος ιστορικός ερευνητής, δημοσιογράφος και Πατρινολάτρης Νίκος Πολίτης προσδιορίζει τις πρώτες αποκριάτικες εκδηλώσεις στα μέσα του 19ου αιώνα, που ήταν κυρίως χοροί σε σπίτια και σε δημόσιους χώρους. Σε αυτές κυριαρχούσαν οι ελληνικοί δημοτικοί χοροί, αλλά και οι ευρωπαϊκοί της εποχής, όπως πόλκα, μαζούρκα, καντρίλιες και βαλς. Ο πρώτος αποκριάτικος χορός που έχει καταγραφεί, είναι αυτός που έγινε το 1829 στο σπίτι του Πατρινού εμπόρου Μωρέτη. Στις λαϊκές γειτονιές όμως της πόλης τα πράγματα ήταν πιο απλά και πιο αυθόρμητα και πολύ αργότερα εμφανίστηκαν οι πρώτες μπούλες, το γαϊτανάκι, τα πειράγματα και η σκωπτική και σατιρική θεώρηση καταστάσεων και γεγονότων.

Η ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα το 1864 είχε ως αποτέλεσμα την εγκατάσταση στην Πάτρα πολλών Επτανήσιων, οι οποίοι με το προοδευτικό πνεύμα και τα τραγούδια τους επηρέασαν την εξέλιξη του καρναβαλιού. Μάλιστα πολλοί υποστηρίζουν ότι το γαϊτανάκι ήρθε από τα Επτάνησα, ενώ άλλοι ότι ήρθε από τους Ενετούς στα Επτάνησα και από εκεί πέρασε σε όλη την Ελλάδα. Σημαντικοί μελετητές και λαογράφοι υποστηρίζουν ότι είναι ισπανικής μάλλον καταγωγής και όχι ιταλικής. Στα Επτάνησα κυρίως αγαπήθηκε πολύ και έπαιξε ρόλο εθνικό, καθώς τον καιρό των ξένων κατακτητών οι Επτανήσιοι έβαζαν στις κορδέλες του τα χρώματα της σημαίας.

Ο Καρκαβίτσας για τον «ελληνικότατο χαρακτήρα» του

Ο Νίκος Ποταμιάνος υπογραμμίζει ότι στην Αθήνα το γαϊτανάκι είχε διατηρήσει «τόσον ξενικήν όψιν» που ενοχλούσε τον Καρκαβίτσα το 1895, ο οποίος το συνέκρινε με το γαϊτανάκι που είχε γνωρίσει στο Μεσολόγγι νωρίτερα: τον «ελληνικότατο χαρακτήρα» του τελευταίου συγκροτούσαν οι λεβέντικες φουστανέλες, τα βιολιά και ο τραγουδιστής, η εγχώρια μουσική και οι ελληνικοί χοροί, σε αντίθεση με τους παλιάτσους, την κακή ευρωπαϊκή μουσική, τις αλλοπρόσαλλες αμφιέσεις των χορευτών, τους άγριους σαν παλαιστές άντρες και τις βρόμικες «αντρογυναίκες» που είχε δει στη γειτονιά του (Καρκαβίτσας, «Το Γαϊτανάκι»)».

Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από «Το Γαϊτανάκι» του Ανδρέα Καρκαβίτσα όπως εμπεριέχεται στα «Άπαντα» (επιμ. Στράτος Χωραφάς, τ. 3, εκδ. Καπόπουλος, Αθήνα 1973) αναφέρει:

«Δέν ἦταν ὅμως ἔτσι πάντα ἄθλιο καί ἐλεεινό, οὔτε εἶχε τόσο ξενική ὄψι, ἡ ἑλληνικώτατη αὐτή ἀποκρηάτικη διασκέδασις. Στό Μεσολόγγι ἔξαφνα πρό ὀλίγου καιροῦ ἦταν ἡ καλήτερη ἀπόλαυσις τῆς ἐποχῆς καί εἶχε ἑλληνικώτατο τόν χαρακτήρα. Οἱ ἄνδρες πού τό ἔπαιζαν ἐφοροῦσαν φουστανέλες χιονάτες καί χρυσοκέντητα μεϊντανογέλεκα καί πλούσια ἁρματωσιά. Τό δαμασκί σπαθί ἔλαμπε στό πλευρό τους καί τά τσαπράζια ἀσπρογιάλιζαν στά στήθη τους σάν φεγγάρι⋅ τά χαϊμαλιά καί τ’ ἁλύσσια, οἱ τοκάδες καί τά μελουδάρια, οἱ παλάσκες καί οἱ ἀσημοσογιάδες ἐβροντομαχοῦσαν στή μέση τους κ’ ἔδενε τό πόσι ἀργυροκέντητο τ’ ὄμορφό τους κεφάλι κ’ ἐφτέρωναν στό χορό τά πόδια τους τ’ ἀλαφρά κοκκινοπράσινα παπούτσια. Τ’ ἀγγελοκάμωτα παιδιά πάλι, ντυμένα στά γυναίκεια, μέ τό φέσι τό μικρό, τό Σμυρνέϊκο στό κεφάλι, στ’ ἄφθονα καί ὁλοζώντανα μαλλιά, τήν κοζόκα τή χρυσοκέντητη, τό σιγαλοπερπάτημα καί τό χαμηλοβλέψιμο, ἔδιναν σ’ ὅλο το θέαμα ἁπλότητα καί ὠμορφιά μεγάλη. Καί ἐσυντρόφευαν αὐτό τό γαϊτανάκι στόν κομψό καί τυπικό χορό του καί τό δυχτιωτό γαϊτανοπλέξιμο, βιολιά κηλαϊδιστά καί τραγουδιστῆς γλυκόφωνος. Κ’ εἶχαν μαζί τους κ’ ἕνα πού κρατοῦσε τό χρυσοκέντητο τσεβρέ καί τόν ἔρριχνε στό σπίτι, πού θά πήγαιναν νά τό πλέξουν. Ἄν τό σπίτι δέν ἤθελε, ἔρριχνε πίσω τόν τσεβρέ καί τό γαϊτανάκι ἔπαιρνε τό δρόμο του. Ὅταν ὅμως ἐκρατοῦσαν τόν τσεβρέ τό γαϊτανάκι ἄρχιζε στήν αὐλή, τά βιολιά κηλαϊδιστά ἐσυντρόφευαν τό χορό καί ὁ τραγουδιστῆς μέ τή φωνή του τήν γλυκειά ἄρχιζε τό τραγούδι του στερεότυπο:

Γαϊτανάκι ὠρηοπλεμένο,

μιά χαρά ἤσουν τό καϋμένο⋅

Γαϊτάνι μου ὠρηοπλεχτό,

περιπλεμένο καί χρυσό.

Σ’ ἐπλέξαμε, γαϊτάνι μου,

σ’ ἐπλέξαμε σέ μιά μεριά⋅

σ’ ἐπλέξαμε σέ μιά μεριά,

μᾶς εἶπαν, χάσαν τά κλειδιά.

Σ’ ἐπλέξαμε καί στοῦ Μακρή

μᾶς ἔδωκαν ἕνα φλωρί».

ΠΗΓΗ:carnivalpatras.gr