Τα τέσσερα αδέρφια

116

Παραμύθι των αδερφών Γκριμ.

Κάποτε, σ’ ένα μικρό ορεινό χωριουδάκι ζούσε ο μπαρμπα-Χρήστος με τους τέσσερις γιούς του. Η γυναίκα του είχε πεθάνει και είχε μεγαλώσει μόνος του τα παιδιά που έγιναν έξυπνα και καλά παλικάρια. Μια μέρα τους φώναξε κοντά του και τους είπε:

Παιδιά μου, εγώ δεν μπορώ πια να σας προσφέρω τίποτε παραπάνω. Πρέπει να φύγετε και να μάθετε μια τέχνη για να μπορέσετε να ζήσετε.

Τα τέσσερα αδέρφια είχαν καταλάβει κι αυτά ότι για να βοηθήσουν τον πατέρα τους έπρεπε να φύγουν στα ξένα γιατί το χωριό τους ήταν μικρό και φτωχό. Ετοίμασαν λοιπόν τα λιγοστά τους πράγματα, πήραν την ευχή του πατέρα τους και έφυγαν από το πατρικό σπίτι. Περπάτησαν ώρες πολλές ώσπου έφτασαν σε ένα σταυροδρόμι. Ο μεγάλος αδερφός τότε τους σταμάτησε και τους είπε:

Αδέρφια, εδώ νομίζω είναι το καλύτερο σημείο να χωρίσουμε και να πάρει ο καθένας μας από έναν δρόμο. Πρέπει όλοι να μάθουμε μια τέχνη αλλά μόλις περάσουν τέσσερα χρόνια θα επιστρέψουμε όλοι σ’αυτό το ίδιο μέρος για να γυρίσουμε πίσω στο χωριό μας όλοι μαζί.

Ο μεγαλύτερος πήρε τον δρόμο που πήγαινε βόρεια. Περπάτησε κάμποσες μέρες ώσπου συνάντησε κάποιον και του διηγήθηκε την ιστορία του. Αυτός τότε τον ρώτησε:

Και τι τέχνη θέλεις να μάθεις;

Κάτι που να είναι καλό και χρήσιμο.

…απάντησε το παλικάρι.

Τότε έλα μαζί μου, εγώ χρειάζομαι έναν βοηθό και νομίζω ότι είσαι τίμιος και άξιος…τι λες;

Και τι τέχνη θα μου μάθεις;

…ρώτησε ο μεγάλος αδερφός.

Εγώ φτιάχνω αέρινα γάντια!

…του εκμυστηρεύθηκε εκείνος.

Μ’αυτά τα γάντια ό,τι αγγίζεις, ακόμα και το πιο βαρύ πράγμα του κόσμου, αυτό γίνεται αμέσως ελαφρύ σαν πούπουλο και μπορείς να το μεταφέρεις όπου θέλεις. Όμως πρέπει να γίνεις δυνατός στα μπράτσα και επιδέξιος στα δάχτυλα.

Του άρεσε του παλικαριού η ιδέα και ακολούθησε τον τεχνίτη. Έμεινε κοντά του τέσσερα χρόνια και έξυπνος όπως ήταν έγινε στην τέχνη καλύτερος από το αφεντικό του. Ευχαριστημένος και εκείνος από το παλικάρι, όταν ήρθε η ώρα να φύγει, του χάρισε ένα ζευγάρι αέρινα γάντια με την συμβουλή να τα φυλάξει και να τα χρησιμοποιήσει με σύνεση.

Ο δεύτερος αδερφός πήρε τον δρόμο που πήγαινε νότια. Μέρες πολλές περπάτησε κι αυτός κι όταν βρήκε στο δρόμο του ένα χάνι κάθησε να φάει και να ξεκουραστεί. Συλλογιότανε τι να κάνει, όταν ένας άντρας από το διπλανό τραπέζι τον ρώτησε τι έχει και αναστενάζει. Το παλικάρι, του είπε την ιστορία του κι εκείνος του πρότεινε να τον ακολουθήσει και να του μάθει την τέχνη του.

Και ποια είναι η τέχνη σου;

…θέλησε εκείνος να μάθει.

Η αστρονομία. Έλα να γίνεις βοηθός μου και θα δεις ότι τίποτε στον κόσμο δεν θα μένει κρυφό από σένα και θα τα γνωρίζεις όλα.

Του άρεσε του δεύτερου γιου αυτό που του είπε ο αστρονόμος και τον ακολούθησε χωρίς δεύτερη σκέψη. Πέρασαν τα τέσσερα χρόνια κι όταν ήρθε η ώρα να φύγει εκείνος του χάρισε ένα τηλεσκόπιο!

Στάθηκες άξιος βοηθός μου και έγινες καλύτερος κι από μένα. Μ’αυτό το τηλεσκόπιο που σου χαρίζω θα βλέπεις και θα γνωρίζεις τα πάντα σ’ όλη τη γη αλλά και ψηλά στον ουρανό. Τίποτε δεν θα είναι κρυφό για σένα.

Ο τρίτος γιος βρήκε στον δρόμο του έναν κυνηγό. Έξυπνος κι αυτός σαν τα αδέρφια του δεν άργησε να ξεπεράσει στην τέχνη τον κυνηγό και να γίνει ακόμα καλύτερος και σαν ήρθε και για εκείνον η ώρα να φύγει αυτός του δώρισε ένα όπλο.

Μπορεί να σου φαίνεται απλό μα, όταν θα σημαδεύεις, θα μπορείς να χτυπήσεις με μιας, δυο και τρεις στόχους μαζί κι ας μην είναι και στην ίδια ευθεία.

Ο τέταρτος και μικρότερος αδερφός συναντήθηκε με έναν ράφτη. Είπε την ιστορία του αλλά όταν εκείνος του πρότεινε να του μάθει την τέχνη του, ο μικρός αδερφός αρνήθηκε:

Μπα, καθόλου δεν μ’ αρέσει αυτή η τέχνη. Μου φαίνεται πολύ βαρετό να κάθομαι με τις ώρες σε μια καρέκλα και να πηγαίνει το χέρι μου πάνω κάτω όλη την μέρα κρατώντας μια βελόνα και μια κλωστή.

Μα η δική μου ραφτική δεν μοιάζει με τις άλλες. Είναι διαφορετική και ευχάριστη. Κοντά μου θα γίνεις ένας πραγματικός καλλιτέχνης.

Εντυπωσιάστηκε ο μικρός γιος από την ιδέα, ακολούθησε τον ράφτη και τέσσερα χρόνια αργότερα είχε γίνει ο καλύτερος καλλιτέχνης στο ράψιμο.

Θα σου χαρίσω αυτήν την βελόνα. Μ’αυτήν θα μπορείς να ράψεις ακόμα και τα πιο παράξενα πράγματα. Από το πιο μαλακό σαν το ασπράδι του αυγού μέχρι το πιο σκληρό σαν την σιδερένια πανοπλία.

…του είπε το αφεντικό του την ώρα που τον αποχαιρετούσε.

Έτσι, μετά από τέσσερα χρόνια τα αγαπημένα αδέρφια συναντήθηκαν και πάλι στο σημείο που είχαν χωρίσει. Αγκαλιάστηκαν και γύρισαν όλοι μαζί στο χωριό τους. Συγκινήθηκε ο καημένος ο μπαρμπα-Χρήστος όταν είδε τα παλικάρια του που τόσο τα είχε αποθυμήσει. Κάθισαν όλοι μαζί στην αυλή και τους ρωτούσε συνέχεια για όσα ζήσανε και για τις τέχνες που μάθανε και όλο κουνούσε το κεφάλι του παραξενεμένος γι’αυτά τα παράξενα που του έλεγαν τα αγόρια του, μη μπορώντας να τα πιστέψει.

Για να δω λοιπόν τι αξίζουν οι τέχνες σας.

Γύρισε τότε στον δεύτερο γιο και του είπε:

Βλέπεις εκείνο το ψηλό δέντρο στην άκρη του κάμπου; Στην κορφή του, ανάμεσα σε δυο κλωνιά, είναι η φωλιά ενός σπίνου. Μπορείς να δεις πόσα αυγά έχει μέσα;

Παίρνει ο αστρονόμος το τηλεσκόπιο και λέει:

Πέντε αυγά είναι μέσα! 

Κατέβασε τώρα εσύ τα αυγά από την φωλιά χωρίς να σε καταλάβει η μητέρα που κάθεται και τα κλωσάει!

…γύρισε και είπε στον μεγαλύτερο. Φόρεσε εκείνος τα αέρινα γάντια, σκαρφάλωσε και χωρίς να ενοχλήσει την μητέρα που κλωσούσε, πήρε και έφερε τα αυγά στον πατέρα του. Εκείνος έβαλε τα τέσσερα αυγά στις τέσσερις άκρες του τραπεζιού και το πέμπτο το έβαλε στο κέντρο.

Εσύ γιε μου, που λες πως έγινες άξιος κυνηγός, με μια ριξιά κόψε όλα τα αυγά στην μέση.

…είπε στον τρίτο του γιο. Εκείνος σημάδεψε και με μιας έκοψε τα πέντε αυγά ακριβώς στη μέση, σε δύο ίσα κομμάτια το καθένα.

Σειρά σου τώρα, εσύ μικρότερε. Ράψε κάθε αυγό και κάθε πουλάκι που ήταν μέσα, με τέτοιο τρόπο, που να ξαναγίνουν όπως ήταν πριν.

Εκείνος με λίγες και γρήγορες βελονιές έραψε τα αυγά, χωρίς να φαίνεται η ραφή. Τα πήρε πάλι ο μεγαλύτερος με τα αέρινα γάντια του και τα ξανάβαλε στην θέση τους χωρίς η μητέρα να καταλάβει τίποτα. Κι όταν τα πουλάκια γεννήθηκαν το μόνο σημάδι που είχαν ήταν μια κόκκινη γραμμούλα σαν κορδέλα, γύρω από τον λαιμό τους, εκεί που ο ράφτης είχε κάνει την ραφή.

Ενθουσιασμένος ο μπαρμπα-Χρήστος αγκάλιασε τ’ αγόρια του και τους είπε:

Mπράβο παιδιά μου. Ο χρόνος σας δεν πήγε χαμένος. Μάθατε σπουδαίες τέχνες! Είμαι πολύ περήφανος για σας!

Δεν πέρασε πολύς καιρός όταν κακό μεγάλο αναστάτωσε την χώρα. Την μονάκριβη και όμορφη κόρη του βασιλιά την άρπαξε ένας φοβερός και άγριος δράκος μέσα στην νύχτα, την ώρα που κοιμόντουσαν όλοι και είχε εξαφανιστεί. Μαύρο δάκρυ έριχνε ο άμοιρος πατέρας για την συμφορά που τον βρήκε αλλά κανείς δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Έστειλε τους ντελάληδες σ’ όλη την χώρα και υποσχέθηκε πως όποιος του έφερνε πίσω την κόρη του θα του την έδινε γυναίκα του.

Τώρα είναι ευκαιρία να αξιοποιήσουμε τις τέχνες μας, είπαν τα τέσσερα αδέρφια και κίνησαν να βρουν την βασιλοπούλα. Ανέβηκαν στον λόφο κοντά στο σπίτι τους και ο αστρονόμος άρχισε να την ψάχνει με το τηλεσκόπιό του.

Την βλέπω. Είναι πάνω σ’ έναν βράχο καταμεσής στην θάλασσα και ο δράκος είναι ξαπλωμένος στα πόδια της και την φυλάει.

…φώναξε στα αδέρφια του.

Τα τέσσερα αδέρφια

Παρουσιάστηκαν στον βασιλιά και του ζήτησαν ένα πλοίο για να πάνε να φέρουνε την κόρη του πίσω. Εκείνος, γεμάτος ελπίδα και αγωνία μαζί, τους έδωσε το καλύτερο καράβι του. Ταξίδεψαν μέρες και κάποια στιγμή πλησίασαν στον βράχο όσο πιο αθόρυβα μπορούσαν. Η βασιλοπούλα τους είδε αλλά δεν κουνήθηκε μην τυχόν ξυπνήσει τον δράκο που κοιμόταν στα πόδια της. Τα αδέρφια κάθησαν και σκέφτηκαν τι ήταν καλύτερο να κάνουν. Αποφάσισαν να πλησιάσουν τον βράχο από την πίσω πλευρά. Προσεκτικά τότε, ο μεγαλύτερος αδερφός σκαρφάλωσε και απαλά απαλά, με τα αέρινα γάντια του, σήκωσε αγκαλιά την βασιλοπούλα χωρίς ο δράκος να καταλάβει τίποτε. Γύρισαν στο καράβι και βιαστικά πήραν τον δρόμο της επιστροφής, ακούγοντας ακόμα το δυνατό ροχαλητό του δράκου.

Κάποια στιγμή όμως, εκείνος ξύπνησε και είδε ότι η βασιλοπούλα δεν ήταν εκεί. Μούγκρισε άγρια και θυμωμένα και πέταξε στον αέρα ψάχνοντάς την αφηνιασμένα. Δεν άργησε να ανακαλύψει το πλοίο και όταν είδε την όμορφη κόρη όρμηξε με δύναμη να την αρπάξει. Γρήγορα, τότε ο κυνηγός, βγάζει το όπλο του και πυροβολεί τον δράκο στην καρδιά. Ο δράκος έπεσε νεκρός πάνω στο καράβι αλλά ήταν τόσο βαρύς που το έκανε κομμάτια.

Βρέθηκαν όλοι στην θάλασσα και αρπάχτηκαν από σανίδες για να μην πνιγούν. Ευτυχώς ο μικρός ραφτάκος, μέσα στον χαμό, δεν είχε χάσει την μαγική βελόνα του. Με μεγάλες βελονιές ένωσε όλα τα κομμάτια του πλοίου πριν τα κύμματα τα σκορπίσουν μακριά και έτσι συνέχισαν το ταξίδι της επιστροφής χωρίς κανέναν κίνδυνο.

Ο βασιλιάς τους περίμενε κάτω στο λιμάνι και δεν πίστευε στα μάτια του όταν είδε την μονάκριβη κόρη του ζωντανή. Έκλαιγε από την χαρά του και ευχαριστούσε τα τέσσερα παλικάρια.

Yποσχέθηκα ότι θα δώσω την κόρη μου για γυναίκα του σε όποιον την σώσει. Αποφασίστε λοιπόν ποιος από εσάς θα γίνει γαμπρός μου.

Τότε όμως, τα αδέρφια άρχισαν να διαφωνούν. Ο καθένας έλεγε πως αυτός ήταν που έσωσε την βασιλοπούλα.

Τι θα καταφέρνατε αν δεν ήμουν εγώ με το τηλεσκόπιο μου να δω πού βρίσκεται η βασιλοπούλα μας; Δίκαιο είναι να την πάρω εγώ!

… φώναζε ο αστρονόμος.

Και τι θα άξιζε η τέχνη σου αν δεν πήγαινα εγώ, με τα αέρινα γάντια μου να την αρπάξω από τον δράκο; Δική μου γυναίκα λοιπόν, πρέπει να γίνει!

…απάντησε ο μεγαλύτερος.

Μα τι λέτε εκεί; Το σκεφτήκατε ότι αν δεν ήμουν εγώ να τον σκοτώσω θα ήσασταν όλοι κομματάκια; Εγώ θα παντρευτώ την κόρη του βασιλιά μας!

…είπε ό τρίτος γιος, ο κυνηγός.

Αν δεν ήμουν εγώ με την μαγική μου βελόνα να ράψω το καράβι θα είμασταν όλοι στον πάτο της θάλασσας τώρα. Λοιπόν το σωστό είναι να την παντρευτώ εγώ!

…μπήκε τελευταίος στον καυγά και ο μικρότερος.

Ο βασιλιάς όταν είδε τα αδέρφια να μαλώνουν λυπήθηκε. Ήταν δίκαιος και σοφός άνθρωπος και γρήγορα βρήκε την σωστή λύση.

Και οι τέσσερις μαζί σώσατε την κόρη μου αλλά δεν μπορείτε να την παντρευτείτε και οι τέσσερις. Σε όλη σας την ζωή ήσασταν αγαπημένοι και αυτό είναι η πιο σπουδαία τέχνη από όλες όσες μάθατε μέχρι τώρα. Είναι κρίμα κι άδικο να την χάσετε τώρα και μάλιστα εξαιτίας μου. Δεν θα δώσω λοιπόν την κόρη μου σε κανέναν από σας. Θα σας χαρίσω όμως πολλά και πλούσια κτήματα, κοντά το ένα στο άλλο, ώστε να μείνετε πάντα μαζί και αγαπημένοι.

Τα τέσσερα αδέρφια συμφώνησαν αμέσως μ’ αυτήν την ιδέα και λυπήθηκαν που φέρθηκαν τόσο επιπόλαια. Αγκαλιάστηκαν και είπαν:

Ναι, ναι, θέλουμε. Έτσι θα μείνουμε…μαζί κι αγαπημένοι!

Και κοντά στα τέσσερα αγόρια έμεινε και ο καλός πατέρας, ο μπάρμπα-Χρήστος, μέχρι τα βαθιά του γεράματα!